ποίμνιος

ποίμνιος
-ία, -ον, Α [ποίμνη]
1. (για τόπο) αυτός στον οποίο συχνάζουν ποίμνια
2. ως κύριο όν. Ποίμνιος
προσωνυμία τού Απόλλωνος κυρίως στην Αρκαδία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποιμνίης — ποίμνιος frequented by flocks fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίμνι' — ποίμνια , ποίμνιον of sheep neut nom/voc/acc pl ποίμνια , ποίμνιος frequented by flocks neut nom/voc/acc pl ποίμνιε , ποίμνιος frequented by flocks masc voc sg ποίμνιαι , ποίμνιος frequented by flocks fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμνία — ποιμνίᾱ , ποίμνιος frequented by flocks fem nom/voc/acc dual ποιμνίᾱ , ποίμνιος frequented by flocks fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμνίων — ποίμνιον of sheep neut gen pl ποίμνιος frequented by flocks fem gen pl ποίμνιος frequented by flocks masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίμνιον — of sheep neut nom/voc/acc sg ποίμνιος frequented by flocks masc acc sg ποίμνιος frequented by flocks neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοποίμνιος — ον, Α αυτός που αγαπά το ποίμνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ποίμνιος (< ποίμνη «κοπάδι προβάτων»)] …   Dictionary of Greek

  • Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… …   Dictionary of Greek

  • ποιμνίοις — ποίμνιον of sheep neut dat pl ποίμνιος frequented by flocks masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμνίοισι — ποίμνιον of sheep neut dat pl (epic ionic aeolic) ποίμνιος frequented by flocks masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμνίοισιν — ποίμνιον of sheep neut dat pl (epic ionic aeolic) ποίμνιος frequented by flocks masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”